- μυκώμαι
- (ΑΜ μυκῶμαι, -άομαι, Α και μύκομαι)1. (κυρίως για τα βοοειδή) εκβάλλω μυκηθμό, μουγκρίζω, μουκανίζω («μόσχοι σὺν κεραῇσιν ἐμυκήσαντο βόεσσι», Θεόκρ.)2. (για άψυχα) εκβάλλω υπόκωφο και παρατεταμένο ήχο, βοώ, βουίζω (α. «η θάλασσα... μυκάται λυσσασμένη», Ζαλοκ.β. «βροντῆς μυκησαμένης», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Οι αρχαιότεροι τ. μŭκεῖν: μέμῡκα αντιστοιχούν ακριβώς με το σχήμα κρăγεῖν: κέκρᾱγα, λăκεῖν: λέληκα, ενώ ο επιτατ. ενεστ. μυκάομαι (πρβλ. βρυχάομαι) είναι υστερογενής. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *mu-k- (παρεκτεταμένη με ουρανικό -κ- μορφή τής αρχικής ρίζας *mū- «ηχομίμηση τού υπόκωφου ήχου που παράγεται με πιεσμένα τα χείλη, τού άναρθρου μουρμουρίσματος») και αντιστοιχεί με λ. τής Γερμανικής και τής Βαλτοσλαβικής, πρβλ. μσν. άνω γερμ. mūhen, mugen, mūwen «μουγκρίζω, αρχ. σλαβ. mykŭ «μυκηθμός, μουγκρητό», λατ. mūgiō «μουγκρίζω» και μύζω* Ι (πρβλ. αγγλ. moo, ιταλ. mucca «αγελάδα», γαλλ. mugir, γερμ. mucken / mucksen «μουγκρίζω»).ΠΑΡ. μυκηθμόςαρχ.μυκάμων, μυκαρός, μυκή, μυκηδόν, μύκησις, μυκητής, μηκήτωραρχ.-μσν.μύκημαμσν.μυκαστικός.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. αμφιμυκώμαι, αντιμυκώμαι, απομυκώμαι, εκμυκώμαι, παραμυκώμαι, περιμυκώμαι, υπομυκώμαι].
Dictionary of Greek. 2013.